ξυνήιος

ξυνήιος
ξυνήιος (ξῦνός): common, as common property.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυνήιος — ξυνήϊος, ΐη, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά» …   Dictionary of Greek

  • ξυνήιον — ξῡνήιον , ξυνήιος common masc acc sg ξῡνήιον , ξυνήιος common neut nom/voc/acc sg ξυνήϊον , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήια — ξῡνήια , ξυνήιος common neut nom/voc/acc pl ξυνήϊα , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”